- Ρογήρος
- Όνομα διαφόρων ηγεμόνων. 1. Ρ. Α’ (1040 – 1101). Ήταν γιος του Ταγκρέδου του Οτβίλ. Το 1058 τον κάλεσε στην Ιταλία ο αδελφός του Ροβέρτος Γιϊσκάρδος, για να τον βοηθήσει στην κατάκτηση της Καλαβρίας, στην οποία και εγκαταστάθηκε τελικά και πήρε τον τίτλο του δούκα. Το 1061 κλήθηκε από τους Σαρακηνούς της Σικελίας, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο. Στην αρχή υποστήριξε τον εμίρη Μπεν-Χουμένα εναντίον του Μπεν-Χαμέτ, αλλά αργότερα άρχισε να οργανώνει κατακτητικές επιχειρήσεις για δικό του λογαριασμό. Ηγήθηκε μερικών εκατοντάδων ιπποτών και, μετά από 30 χρόνια αγώνων, κατόρθωσε να γίνει κύριος της Σικελίας και της Μάλτας. Το 1071 ονομάστηκε και μέγας κόμης της Σικελίας. Προστάτης της χριστιανικής θρησκείας και των γραμμάτων του νησιού, καταδίωξε ωστόσο με κάθε μέσο τους Έλληνες κληρικούς. Για την πράξη του αυτή, του δόθηκε από τον πάπα Ουρβανό ο τίτλος του B’ επίτιμου έξαρχου της Αγίας Έδρας στη Σικελία. 2. Ρ. Β’, βασιλιάς της Σικελίας (1101 – 1154). Γιος του προηγούμενου, τον οποίο διαδέχτηκε όταν πέθανε, αλλά επειδή ήταν μόλις οχτώ ετών επιτροπευόταν από τη μητέρα του Αδελαΐδα. Όταν ενηλικιώθηκε και έγινε βασιλιάς, ακολούθησε επεκτατική πολιτική, διευρύνοντας σημαντικά το κράτος του. Αρχικά πήρε την Καλαβρία από τον ξάδελφό του και ύστερα κληρονόμησε από αυτόν το Σαλέρνο και το δουκάτο της Απουλίας. Έπειτα ήρθε σε πόλεμο με τον πάπα Ονόριο B’ (1124-30) και κατέλαβε τις πόλεις Τάραντα, Υδρούντα και Μπρίντιζι. Το 1130 εκμεταλλεύτηκε τη διαμάχη των δυο ταυτόχρονα εκλεγμένων παπών, του Ανάκλητου B’ και του Ινοκέντιου B’, υποστήριξε τον πρώτο και αναγνωρίστηκε από αυτόν βασιλιάς της Σικελίας, αφορίστηκε όμως από τον δεύτερο, οπότε ο Ρ. εκστράτευσε εναντίον του (1134), τον αιχμαλώτισε και τον ανάγκασε να του αναγνωρίσει το αξίωμα του βασιλιά (1139). Την αναγνώριση του αξιώματός του απαίτησε και από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη B’ Κομνηνό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, θέλοντας να εδραιώσει τη θέση του, πολέμησε σκληρά και αδιάκοπα εναντίον των μικρών ηγεμόνων της Νότιας Ιταλίας και εναντίον των Αράβων της Βόρειας Αφρικής. Όταν πέθανε ο Κομνηνός, προσπάθησε να πλησιάσει τον διάδοχό του Μανουήλ A’ Κομνηνό και γι’ αυτό του ζήτησε μια κόρη της βασιλικής οικογένειας για νύφη του γιου του, Γουλιέλμου. Για τη συμφωνία του συνοικεσίου εστάλη ο Βασίλειος Ξηρός στη Σικελία, ο οποίος (κατά τον Ιωάννη Κίνναμο) δωροδοκήθηκε από τον Ρ., ώστε να συμπεριλάβει στη συμφωνία και την αναγνώρισή του ως βασιλιά. Τη συμφωνία αυτή, όχι μόνο απέρριψε ο Μανουήλ, αλλά τιμώρησε και τον Ξηρό. Ο Ρ. εξοργίστηκε και αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον του Βυζαντίου και το 1147 έστειλε ισχυρό στρατό και στόλο με αρχηγό τον ναύαρχο Χριστόδουλο, ο οποίος κατέλαβε την Κέρκυρα, λεηλάτησε τα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας, έκανε εισβολή στην Αττική και στην Βοιωτία, εκπόρθησε τη Θήβα και κυρίευσε την Κόρινθο. Κατά την εκστρατεία αυτή υποχρεώθηκαν πολλοί γεωργοί από διάφορες περιοχές να εγκατασταθούν στη Σικελία, όπου και καλλιέργησαν για πρώτη φορά στο νησί μουριές, γιατί ασχολήθηκαν με τη μεταξουργία. Μετά την εκστρατεία εναντίον του Βυζαντίου, ο Ρ. πολέμησε εναντίον των Αράβων της βόρειας Αφρικής και κατέλαβε την Τρίπολη και πολλές άλλες πόλεις. Ο Μανουήλ δεν ήταν δυνατό να πολεμήσει εναντίον του Ρ., επειδή ήταν απασχολημένος με τις επιδρομές των Σταυροφόρων και τους πολέμους εναντίον των Σέρβων και των Ούγγρων, αλλά το 1149, όταν τελικά επιτέθηκε στον Ρ., κατόρθωσε, μετά από αιματηρό αγώνα, να κερδίσει την Κέρκυρα και μετά απ’ αυτό έστειλε στρατό και στην Ιταλία. Στη διάρκεια όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων ο Ρ. πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιος του Γουλιέλμος. 3. Ιωάννης ο Kαίσαρ. Ευγενής Ιταλός, ο οποίος παντρεύτηκε τη Μαρία Κομνηνή, κόρη του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη B’ Κομνηνού (1118-1143), από τον οποίο του απονεμήθηκε ο τίτλος του καίσαρα. Μετά τον θάνατο της Μαρίας (περ. 1151), ο Μανουήλ θέλησε να παντρέψει τον Ρ. με κάποια Κωνστάντια, χήρα του ηγεμόνα της Αντιόχειας Ραϊμόνδου, και για τον λόγο αυτό τον έστειλε στην Αντιόχεια. Το συνοικέσιο δεν πραγματοποιήθηκε τελικά και ο Ρ. γύρισε στην Κωνσταντινούπολη απογοητευμένος, και ακολούθησε τον μοναχικό βίο.
Dictionary of Greek. 2013.